Η ραιβοϊπποποδία είναι μία από τις πιο συχνές συγγενείς παραμορφώσεις των οστών και των αρθρώσεων του ποδιού στα νεογέννητα. Υπολογίζεται ότι εμφανίζεται περίπου σε 1 στα 1000 μωρά που γεννιούνται. Η ραιβοϊπποποδία είναι η πάθηση κατά την οποία η πτέρνα και τα δάχτυλα του ποδιού στρέφονται προς τα μέσα. Περίπου στο 50% των ασθενών η πάθηση αφορά και τα δύο πόδια. Δεν πρόκειται για σοβαρή διαταραχή και η έγκαιρη θεραπεία εξασφαλίζει ότι το παιδί θα έχει ένα πλήρως λειτουργικό και ανώδυνο πόδι στην υπόλοιπη ζωή του. Η πάθηση είναι δυνατόν να διαγνωστεί από την 18η εβδομάδα κύησης και αργότερα οπότε οι γονείς μπορούν να αποφασίσουν τον καταλληλότερο τρόπο αντιμετώπισης.
Τα αίτια της ραιβοϊπποποδίας
Αν και τα ακριβή αίτια που προκαλούν την εμφάνιση της ραιβοϊπποδίας δεν έχουν διευκρινιστεί, υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι. Οι παράγοντες αυτοί είναι:
- Γενετικοί παράγοντες
- Ενδομήτρια αίτια
- Περιβαλλοντικοί παράγοντες
- Κληρονομικότητα
- Βράχυνση των τενόντων και των μυών των κάτω άκρων.
Η αντιμετώπιση της ραιβοϊπποποδίας
Η ραιβοϊπποποδία δεν προκαλεί πόνο στα βρέφη ωστόσο εάν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως – πριν τη φάση όπου το παιδί ετοιμάζεται να περπατήσει – η παραμόρφωση θα παραμείνει και το παιδί μεγαλώνοντας δεν θα μπορέσει να περπατήσει κανονικά. Ωστόσο οι θεραπευτικές μέθοδοι (στην πλειονότητά τους μη χειρουργικές) εξασφαλίζουν ότι το παιδί δεν θα αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα στη βάδιση στην μετέπειτα ζωή του. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η ραιβοϊπποποδία; Η μη χειρουργική αντιμετώπιση ξεκινά την πρώτη ή δεύτερη εβδομάδα της ζωής του μωρού ώστε οι γιατροί να εκμεταλλευτούν την ελαστικότητα των οστών και των μυών. Η μέθοδος αφορά τη σταδιακή διόρθωση με την εφαρμογή γύψου, γνωστή και ως μέθοδος Ponseti. Ο γύψος αλλάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα με ενδιάμεσες διορθώσεις (έλξεις και διατάσεις) στη θέση του ποδιού μέχρι την πλήρη ευθυγράμμιση. Η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει έως και τέσσερις μήνες. Στη συνέχεια και μέχρι το παιδί να είναι έτοιμο να περπατήσει εφαρμόζονται ειδικά παπούτσια για να συγκρατήσουν το πόδι στη φυσιολογική του θέση.
Η λύση της χειρουργικής αντιμετώπισης είναι δυνατή σε περίπτωση αποτυχίας των μη χειρουργικών μεθόδων ή όταν υπάρξει καθυστερημένη διάγνωση. Η επέμβαση γίνεται για να προσαρμοστούν οι τένοντες , οι σύνδεσμοι και τα οστά στη φυσιολογική τους θέση και γίνεται στην ηλικία των 6-12 μηνών. Μετά την επέμβαση το παιδί φοράει ειδικά ορθωτικά για περίπου ένα χρόνο.
Πολλές καθυστερημένες διαγνώσεις έχουν οδηγήσει σε σοβαρή αναπηρία των παιδιών. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση είναι καίριας σημασίας για την εξέλιξη της πάθησης και της λειτουργικότητας των κάτω άκρων των παιδιών.